Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Επιλεκτική αλαλία ή μήπως...ντροπαλό παιδί;



 

Ο Δ., 5 ½ ετών σήμερα, σταμάτησε να μιλά στους ‘μεγάλους’ και στον παιδικό σταθμό από τη στιγμή που γεννήθηκε ο αδερφός του (2 ετών τώρα). Οι γονείς αναφέρουν ότι ο Δ. ήταν πάντα παιδί ντροπαλό και συνεσταλμένο, ακόμη και πριν από τον ερχομό του δεύτερου παιδιού στην οικογένεια. Επιπλέον, η μητέρα του Δ. αναφέρει ότι είχε και η ίδια εμφανίσει παρόμοιο πρόβλημα, όταν ήταν μικρή: δεν μιλούσε στο σχολείο για ένα αρκετά μεγάλο – όσο μπορεί να θυμηθεί – διάστημα, ύστερα από μετακόμιση της οικογένειας, που, μεταξύ άλλων, σήμαινε και αλλαγή σχολείου για την ίδια. Μητέρα και πατέρας σήμερα ανησυχούν για την παρατεταμένη άρνηση του παιδιού τους να μιλήσει σε ενήλικες και στο σχολείο. Επιπλέον, φοβούνται και για το μικρότερο γιό τους: πρόκειται άραγε να αντιμετωπίσουν παρόμοιο πρόβλημα και με αυτόν;

 Το φαινόμενο αυτό, παιδιά που, ενώ μιλούν εύκολα και αβίαστα σε κάποιες περιστάσεις σε κάποιες άλλες να δείχνουν ότι αρνούνται κάθε λεκτική επικοινωνία, αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά στο τέλος του 19ου αιώνα.
Ο όρος επιλεκτική αλαλία χρησιμοποιείται για να περιγράψει αυτό ακριβώς το φαινόμενο, τη συμπεριφορά δηλαδή ενός παιδιού που, ενώ μιλά αυθόρμητα σε ορισμένες περιστάσεις (π.χ. με τα μέλη της οικογένειας) αρνείται να μιλήσει και παραμένει πεισματικά σιωπηλό, όταν καλείται να επικοινωνήσει με άλλα άτομα ή σε άλλα πλαίσια. Υπάρχουν, αναμφίβολα, διαφορές στο προφίλ της συμπτωματολογίας από παιδί σε παιδί (π.χ. ένα παιδί ενδέχεται να μιλά μόνο στη μητέρα ή τον πατέρα ή ακόμη ούτε καν σε αυτούς), αλλά γενικά, η διαταραχή αυτή της συμπεριφοράς συνεπάγεται έμμονη άρνηση για ομιλία σε συγκεκριμένες (σημαντικές για το παιδί) κοινωνικές περιστάσεις (π.χ. σχολείο) - δεδομένης βέβαια της ικανότητας λόγου στο παιδί.

 Το παιδί που μιλά ‘επιλεκτικά’ διαφέρει από το παιδί που δεν μιλά καθόλου. Στην πρώτη περίπτωση, το παιδί είναι γλωσσικά ικανό να μιλήσει, αλλά αποφεύγει την λεκτική επικοινωνία σε δεδομένες περιστάσεις - συστηματικά και σε βαθμό ανησυχητικό. Στη δεύτερη περίπτωση, το παιδί δεν μιλά γενικά, γιατί απλά … δεν μπορεί! Αναζητώντας τα αίτια στην πρώτη περίπτωση, οι ειδικοί συνήθως προσανατολίζονται σε προβλήματα κατά την κοινωνική-συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, σαφώς διαπιστώνεται μεγαλύτερο εύρος αιτιών.

Η προσχολική ηλικία, ιδιαίτερα μεταξύ 3-5 ετών, είναι συνήθως η ηλικία που ένα ενδεχόμενο πρόβλημα επιλεκτικής αλαλίας ανησυχεί τους γονείς. Είναι δηλαδή συνήθως το διάστημα εκείνο, πριν την είσοδο του παιδιού στο δημοτικό σχολείο, όπου το πρόβλημα αρχίζει να γίνεται ορατό. Όσον αφορά το φύλο του παιδιού,  και εδώ διαπιστώνεται μία ιδιαιτερότητα. Ενώ τα περισσότερα προβλήματα λόγου θίγουν τα αγόρια περισσότερο από ότι τα κορίτσια (σε ποσοστό περίπου 3/1), στην περίπτωση της επιλεκτικής αλαλίας, η συχνότητα εμφάνισης του προβλήματος μεταξύ αγοριών και κοριτσιών είναι ίση και μάλιστα, κάποιες φορές, είναι περισσότερα τα κορίτσια που εμφανίζουν το πρόβλημα παρά τα αγόρια.

Θα μπορούσε κανείς βέβαια να ισχυρισθεί, ότι αυτό συμβαίνει επειδή τα περισσότερα ντροπαλά και συνεσταλμένα παιδιά είναι μάλλον κορίτσια, παρά αγόρια και να αναρωτηθεί «μήπως τελικά η ‘επιλεκτική αλαλία’ είναι ένας ‘σύγχρονος’ διαγνωστικός όρος των ειδικών, που περιγράφει το γνωστό σε όλους μας ‘ντροπαλό’ παιδί, ένα παιδί που απλά δυσκολεύεται να προσαρμοστεί σε νέα περιβάλλοντα και εκδηλώνει τη δυσκολία του αυτή με το να αποφεύγει να μιλά»;

Μάλλον απίθανο. Το χρονικό διάστημα επιλεκτικής αλαλίας που θα προσανατολίσει σε μια τέτοια διάγνωση κυμαίνεται από 8 εβδομάδες (το λιγότερο και, ίσως, κάπως βιαστικό) έως και δύο χρόνια το περισσότερο. Κι όλο αυτό το διάστημα θα πρέπει να παρατηρείται πεισματική σιωπή σε ένα ή περισσότερα σημαντικά για το παιδί περιβάλλοντα (συμπεριλαμβανομένου και του σχολείου). Δικαιολογείται ένα τέτοιο διάστημα επιλεκτικής σιωπής από ένα απλά ‘ντροπαλό παιδί’ ή μήπως η σιωπή αυτή αποτελεί έκκληση του παιδιού για βοήθεια;
Πώς αντιμετωπίζεται: Η αντιμετώπιση που είναι περισσότερο εμπεριστατωμένη και προτείνεται για την επιλεκτική αλαλία είναι η συμπεριφορική θεραπεία. Ο θεραπευτής δουλεύει με το παιδί και τους γονείς για να προσεγγίσει σταδιακά τα σημεία που το δυσκολεύουν, ενισχύοντας έτσι κάθε φορά την αυτοπεποίθησή του. Το παιδί δεν πιέζεται ποτέ να μιλήσει, και ενθαρρύνεται πάντα θετικά. Εξειδικευμένες τεχνικές χρησιμοποιούνται για να καθοδηγήσουν την αυξημένη έκθεση του παιδιού σε δύσκολες καταστάσεις, και ο θεραπευτής θα διδάξει τους γονείς και το παιδί πώς να χρησιμοποιούν τις τεχνικές αυτές σε πραγματικές καταστάσεις.

Νεότερες προσεγγίσεις αποδεικνύουν ότι εντατική αγωγή από τη στιγμή της διάγνωσης μπορεί να αποδειχτεί πιο αποτελεσματική από ότι παραδοσιακές εβδομαδιαίες συνεδρίες. Κάποιοι ειδικοί στην επιλεκτική αλαλία παρέχουν στους ασθενείς ημερήσιες και εβδομαδιαίες εμπειρίες στο σχολείο για να μπορέσουν πιο ρεαλιστικά να προσομοιώσουν τις πραγματικές καταστάσεις της ζωής στις οποίες δυσκολεύονται τα παιδιά.